traffic


traffic
Προφορά

{‘træfık}

(Ουσιαστικό)
● δοσοληψία
● εμπόριο
● κυκλοφορία
● μεταφορά
● συγκοινωνία
● τροχαία κίνηση
● τροχαία κυκλοφορία
● κίνηση εις τους δρόμους

(Ρήμα)
● εμπορεύομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.