touch


touch
Προφορά

{tʌtʃ}

(Ουσιαστικό)
● άγγιγμα
● αφή
● επαφή
● μικρή ποσότης
● μικρή ποσότητα

(Ρήμα)
● εγγίζω
● αφορώ
● συγκινώ
● αγγίζω
● ακουμπώ
● άπτομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.