toilette


toilette
Προφορά

{tɔı’let}

(Ουσιαστικό)
● καλλωπιστήριο
● ιματισμός
● καλλωπισμός
● λούτρω
● τουαλέτα
● καμπίνες
● αποχωρητήριο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.