tilt


tilt
Προφορά

{tılt}

(Ουσιαστικό)
● βλαστός
● κλίση
● παραφυάς
● σκιάς
● τιμόνι
● πηδάλιο

(Ρήμα)
● επιτίθεμαι με λόγχη
● κλίνω
● προσκλίνω
● γερνώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.