throttle


throttle
Προφορά

{‘ɵrɒtəl}

(Ουσιαστικό)
● βαλβίδα

(Ρήμα)
● κλείω τον ατμό
● στραγγαλίζω
● πνίγω
● πνίγομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.