tackle


tackle
Προφορά

{‘tækəl}

(Επίθετο)
● εξάρτια

(Ουσιαστικό)
● σύνεργα ψαρικής
● συσκευή
● ανυψωτήρ

(Ρήμα)
● δράττομαι
● πιάνω
● επιχειρώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.