tabu Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply tabuΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/t/tabu.mp3{tə’bu:} (Ουσιαστικό)● απαγορευμένος από δεισιδαιμονία● ταμπού● θρησκευτική απαγόρευση (Ρήμα)● απαγορεύω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση