taboo


taboo
Προφορά

{tæ’bu:}

(Ουσιαστικό)
● απαγορευμένος από δεισιδαιμονία
● ταμπού
● θρησκευτική απαγόρευση

(Ρήμα)
● απαγορεύω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.