swell


swell
Προφορά

{swel}

(Επίθετο)
● αριστοκρατικός
● έξοχος

(Ουσιαστικό)
● αριστοκράτης
● κύμα
● οίδημα
● φίνος
● φούσκωμα

(Ρήμα)
● πρήσκω
● πρήσκομαι
● φουσκώνω
● ογκούμαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.