sweeping


sweeping
Προφορά

{‘swi:pıŋ}

(Επίθετο)
● ευρύς
● ευρύτατος
● περιεκτικός
● σαρωτικός

(Ουσιαστικό)
● σκούπισμα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.