suttee Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply sutteeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/suttee.mp3{sə’ti:} (Ουσιαστικό)● χήρα ίνδου άλλοτε καιομένη με το σύζηγό της κατά την κηδεία του Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση