survey


survey
Προφορά

{sər’veı}

(Ρήμα)
● αγναντεύω
● καταμετρώ
● τοπογραφώ
● επισκοπώ

(Ουσιαστικό)
● εξέταση
● επισκόπηση
● καταμέτρηση
● τοπογράφηση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.