surcharge


surcharge
Προφορά

{‘sɜ:r,tʃɑ:rdʒ}

(Ουσιαστικό)
● πρόσθετη επιβάρυνση
● επιβάρυνση
● προσαύξηση

(Ρήμα)
● υπερφορτώνω
● υπερτιμώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.