support


support
Προφορά

{sə’pɔ:rt}

(Ουσιαστικό)
● επιδότηση
● συμπαράσταση
● συντήρηση
● υποστήριγμα
● υποστήριξη

(Ρήμα)
● στηρίζω
● στυλώνω
● υποστηρίζω
● συντηρώ
● ανέχομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.