supply


supply
Προφορά

{sə’plaı}

(Ουσιαστικό)
● ανεφοδιασμός
● εφόδιο
● προμήθεια

(Ρήμα)
● ανεφοδιάζω
● προμηθεύω
● εφοδιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.