suckle


suckle
Προφορά

{‘sʌkəl}

(Ουσιαστικό)
● θηλασμός

(Ρήμα)
● βυζαίνω
● γαλουχώ
● θηλάζω

└[Εκφράσεις]┘
● not suckled = αθήλαστος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.