stress


stress
Προφορά

{stres}

(Ουσιαστικό)
● άγχος
● ζόρι
● στρες
● ένταση
● πίεση
● έμφαση
● τόνος

(Ρήμα)
● τονίζω
● εντείνω
● δίδω έμφαση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.