streak


streak
Προφορά

{stri:k}

(Ουσιαστικό)
● γραμμή
● φλεψ γης
● χαρακτηριστικό
● λωρίδα
● φλέβα μεταλλεύματος
● ράβδωση

(Ρήμα)
● ραβδώνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.