stag


stag
Προφορά

{stæg}

(Επίθετο)
● όποιος είναι μόνο γι’ άνδρες

(Ουσιαστικό)
● άρρην έλαφος
● αρσενικό ελάφι
● άγαμος άνδρας

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.