stag Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply stagΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/stag.mp3{stæg} (Επίθετο)● όποιος είναι μόνο γι’ άνδρες (Ουσιαστικό)● άρρην έλαφος● αρσενικό ελάφι● άγαμος άνδρας Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση