stable


stable
Προφορά

{‘steıbəl}

(Επίθετο)
● μόνιμος
● σταθερός
● ευσταθής

(Ουσιαστικό)
● στάβλος

(Ρήμα)
● σταβλίζω
● σταυλίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.