spur


spur
Προφορά

{spɜ:r}

(Ουσιαστικό)
● ελατήριο
● ώθηση
● πτερνιστήρ
● σπιρούνι
● κέντρο

(Ρήμα)
● κεντώ
● παρακινούμαι
● παρακινώ
● πτερνίζω
● καλπάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.