spur Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply spurΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/spur.mp3{spɜ:r} (Ουσιαστικό)● ελατήριο● ώθηση● πτερνιστήρ● σπιρούνι● κέντρο (Ρήμα)● κεντώ● παρακινούμαι● παρακινώ● πτερνίζω● καλπάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση