spout Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply spoutΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/spout.mp3{spaʋt} (Ουσιαστικό)● στόμιο αντλίας● υδρορροή● στόμιο● κρουνός (Ρήμα)● αναβλύζω● εκχύνω● ομιλώ με στόμφον Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση