spot


spot
Προφορά

{spɒt}

(Ουσιαστικό)
● λεκές
● σημείο
● στίγμα
● τόπος
● κηλίς
● κηλίδα

(Ρήμα)
● κηλιδώνω
● σημειώνω
● στίζω

└[Εκφράσεις]┘
● on the spot = επί τόπου

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.