spice


spice
Προφορά

{spaıs}

(Ουσιαστικό)
● καρύκευμα
● άρωμα
● μπαχαρικό

(Ρήμα)
● αρωματίζω
● καρυκεύω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.