sop Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply sopΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/sop.mp3{sɒp} (Ουσιαστικό)● έμβαμμα● βούτημα● μουσκεμένο ψωμί● πραϋντικό● δόλωμα (Ρήμα)● εμβρέχω● βουτώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση