sop


sop
Προφορά

{sɒp}

(Ουσιαστικό)
● έμβαμμα
● βούτημα
● μουσκεμένο ψωμί
● πραϋντικό
● δόλωμα

(Ρήμα)
● εμβρέχω
● βουτώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.