sole


sole
Προφορά

{səʋl}

(Επίθετο)
● μόνος

(Ουσιαστικό)
● γλώσσα ψάρι
● πέλμα
● πατούσα
● σόλα
● ιχθυκή γλώσσα

(Ρήμα)
● σολιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.