soil


soil
Προφορά

{sɔıl}

(Ουσιαστικό)
● έδαφος
● χώμα
● ακαθαρσία
● λέρα

(Ρήμα)
● λεκιάζω
● λερώνω
● ρυπαίνω
● ρυπαίνομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.