slew


slew
Προφορά

{slu:}

(Ουσιαστικό)
● μέγα ποσό
● μέγας αριθμός

(Ρήμα)
● περιστρέφομαι
● φονεύω
● περιστρέφω
● γλιστρώ τριγύρω
● – αόρ. του ‘slay’

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.