sketch Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply sketchΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/sketch.mp3{sketʃ} (Ουσιαστικό)● σκίτσο● σχεδιάγραμμα● σκιαγραφία● σχεδίασμα● δραμάτιο (Ρήμα)● ιχνογραφώ● σχεδιάζω● σκιαγραφώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση