sketch


sketch
Προφορά

{sketʃ}

(Ουσιαστικό)
● σκίτσο
● σχεδιάγραμμα
● σκιαγραφία
● σχεδίασμα
● δραμάτιο

(Ρήμα)
● ιχνογραφώ
● σχεδιάζω
● σκιαγραφώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.