size


size
Προφορά

{saız}

(Ουσιαστικό)
● μέγεθος
● ανάστημα
● διάσταση
● νούμερο
● κόλλα

(Ρήμα)
● τοποθετώ κατά μεγέθη
● εκμετρώ
● εκτιμώ
● κολλώ
● κολλαρίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.