settle


settle
Προφορά

{‘setəl}

(Ουσιαστικό)
● θρανίο

(Ρήμα)
● εγκαθιστώ
● ξοφλώ
● αποκαθιστώ
● κατασταλάζω
● κανονίζω
● κατοικίζω
● εγκαθίσταμαι

└[Εκφράσεις]┘
● not settled = αλογάριαστος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.