settle Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply settleΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/settle.mp3{‘setəl} (Ουσιαστικό)● θρανίο (Ρήμα)● εγκαθιστώ● ξοφλώ● αποκαθιστώ● κατασταλάζω● κανονίζω● κατοικίζω● εγκαθίσταμαι └[Εκφράσεις]┘● not settled = αλογάριαστος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση