season Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply seasonΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/season.mp3{‘si:zən} (Ουσιαστικό)● σαιζόν● εποχή● ώρα του έτους (Ρήμα)● μετριάζω● ψήνω● αρτύω● εξοικειώ● εξοικειούμαι● ωριμάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση