season


season
Προφορά

{‘si:zən}

(Ουσιαστικό)
● σαιζόν
● εποχή
● ώρα του έτους

(Ρήμα)
● μετριάζω
● ψήνω
● αρτύω
● εξοικειώ
● εξοικειούμαι
● ωριμάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.