scuttle


scuttle
Προφορά

{‘skʌtəl}

(Ουσιαστικό)
● φεγγίτης
● θυρίς πλοίου
● μετάλλινος κάδος δι’ άνθρακας
● φυγή
● φινιστρίνι

(Ρήμα)
● φεύγω τρέχων
● τρυπώ πλοίον

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.