scruple Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply scrupleΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/scruple.mp3{‘skru:pəl} (Ουσιαστικό)● ενδοιασμός● δισταγμός● ελάχιστο τι● τύψη● βάρος 20 κόκκων (Ρήμα)● διστάζω από ευσυνειδησίαν Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση