scruple


scruple
Προφορά

{‘skru:pəl}

(Ουσιαστικό)
● ενδοιασμός
● δισταγμός
● ελάχιστο τι
● τύψη
● βάρος 20 κόκκων

(Ρήμα)
● διστάζω από ευσυνειδησίαν

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.