scream Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply screamΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/scream.mp3{skri:m} (Ουσιαστικό)● κραυγή● φωνή τρόμου● φωνή πόνου● οξεία κραυγή● ξεφωνητό (Ρήμα)● ωρύομαι● ξεφωνίζω● φωνάζω● σκούζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση