scot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply scotΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/scot.mp3{skɒt} (Ουσιαστικό)● φόρος● πρόστιμο● σκωτσέζος● σκωτικός (Ουσιαστικό)● Σκώτος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση