saline


saline
Προφορά

{‘seıli:n, ‘seılaın}

(Επίθετο)
● αλατινός
● αλμυρός
● αλατώδης
● αλατούχος

(Ουσιαστικό)
● καθαρτικό αλάτι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.