sail
Προφορά
{seıl}
(Ουσιαστικό)
● πανί πλοίου
● πλους
● ιστίο
● ταξίδι αναψυχής
(Ρήμα)
● πλέω
● εκπλέω
● διαπλέω
● αρμενίζω
└[Εκφράσεις]┘
● after sails = πρυμναίο παραπέτασμα
● after she sailed = αφού απέπλευσε
● the ship sails at = το πλοίο φεύγει στις
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση