sack


sack
Προφορά

{sæk}

(Ουσιαστικό)
● σάκος
● τσουβάλι
● σάκκος
● λεηλασία
● είδος οίνου

(Ρήμα)
● απολύω
● λεηλατώ
● θέτω εις σάκκον
● σακουλιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.