sack Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply sackΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/sack.mp3{sæk} (Ουσιαστικό)● σάκος● τσουβάλι● σάκκος● λεηλασία● είδος οίνου (Ρήμα)● απολύω● λεηλατώ● θέτω εις σάκκον● σακουλιάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση