rustic Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply rusticΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/r/rustic.mp3{‘rʌstık} (Επίθετο)● αγροίκος● χοντροκαμωμένος● χωριάτικος● χωρικός● αγροτικός (Ουσιαστικό)● χωριάτης● χωριάτικο στυλ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση