rustic


rustic
Προφορά

{‘rʌstık}

(Επίθετο)
● αγροίκος
● χοντροκαμωμένος
● χωριάτικος
● χωρικός
● αγροτικός

(Ουσιαστικό)
● χωριάτης
● χωριάτικο στυλ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.