rhyme


rhyme
Προφορά

{raım}

(Ουσιαστικό)
● ομοιοκαταληξία

(Ρήμα)
● ομοιοκαταληκτώ

└[Εκφράσεις]┘
● not rhyming = ανομοιοκατάληκτος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.