reserve


reserve
Προφορά

{rı’zɜ:rv}

(Ουσιαστικό)
● απόθεμα
● επιφύλαξη
● εφεδρεία
● έφεδρος

(Ρήμα)
● εξασφαλίζω
● επιφυλάττω
● κρατώ

└[Εκφράσεις]┘
● in reserve = αποθεματικός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.