relevance


relevance
Προφορά

{‘reləvəns}

(Ουσιαστικό)
● σχέση
● συνάφεια
● σχετικότης
● σχετικότητα
● αρμοδιότης
● αρμοδιότητα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.