rediscount


rediscount
Προφορά

{,ri:dıs’kaʋnt}

(Ουσιαστικό)
● αναπροεξόφληση

(Ρήμα)
● δίδω νέαν έκπτωσιν
● λαμβάνω νέαν έκπτωσιν

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.