record Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply recordΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/r/record.mp3{rı’kɔ:rd} (Ρήμα)● εγγράφω● αναγράφω● καταγράφω● φωνογραφώ● ηχογραφώ● καταχωρίζω (Ουσιαστικό)● δίσκος φωνογράφου● έγγραφο● ιστορικό● μητρώο● πρακτικά● ρεκόρ● αναγραφή● καταγραφή Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση