reason


reason
Προφορά

{‘ri:zən}

(Ουσιαστικό)
● αιτία
● λογικό
● φρένα
● λόγος

(Ρήμα)
● συζητώ
● λογικεύομαι
● κρίνω

└[Εκφράσεις]┘
● reasons = αιτιολογικό
● without reason = χωρίς λόγο
● with reason = με λόγο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.