rasp


rasp
Προφορά

{ræsp}

(Ουσιαστικό)
● λίμα
● τρίπτης
● χονδρή λίμα
● τραχεία λίμα

(Ρήμα)
● λιμάρω
● ρινίζω
● ξύνω με ξυλοφάγον

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.