rant


rant
Προφορά

{rænt}

(Ουσιαστικό)
● αλαζονικό παραλήρημα
● άλογος κατηγορία
● στόμφος

(Ρήμα)
● κομπάζω
● κομπάζω ασυναρτήτως

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.