ramp Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply rampΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/r/ramp.mp3{ræmp} (Ουσιαστικό)● κεκλιμένη δίοδος● δρόμος μεταξύ δυο πατώματων κτίριου● ράμπα● κεκλιμένη επιφάνεια● αναβαθμίδα (Ρήμα)● ορθούμαι● αναπηδώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση