ram


ram
Προφορά

{ræm}

(Ουσιαστικό)
● έμβολο πλοίου
● κριάρι
● κριός
● έμβολο
● Κριός (ζώδιο)

(Ρήμα)
● εμπήγω
● εισωθώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.